- ἀπόκλιτος
- ἀπό-κλῐτος, ον,A declining, waning, Plu.2.273e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απόκλιτος — ἀπόκλιτος, ον (Α) [αποκλίνω] αυτός που κλίνει προς τη δύση … Dictionary of Greek
ἀποκλίτους — ἀπόκλιτος declining masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)